"
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.
Όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
"

Ντίνος Χριστιανόπουλος






.

Ο πυροτεχνουργός

Σταγόνες χρόνου
στις ρωγμές της ψυχής
κάψουλες διαφυγής στο αύριο
και μέσα βαρύς
ο πυροτεχνουργός
ανάμεσα σε μνήμες νάρκες
σκουπίζει σκέψεις απ’ το μέτωπο
και από τα χείλη
την αμαρτία
κι ο πόνος κρότος εκκωφαντικός
σε μια κόλαση καλοσύνης
πάνω από χαίνουσες πληγές
κομματιάζει
διψασμένες ερινύες.

Όμορφη νύχτα

Οι σάρκες μας πότισαν έρωτα 
λαμπάδιασαν μια όμορφη νύχτα
αποτεφρώθηκαν έγιναν στάχτες
μια αγκαλιά σε πύρινο μέτωπο
οι σκέψεις μας σιωπές                    
εκείνων των θλιμμένων πουλιών
που πέταξαν μακριά
από μια άδεια αποθήκη ονείρων.

Κόκκινες οι λέξεις σήμερα

Στα πόδια της αυγής γονατιστός
εξομολογούμαι τα λάθη μου  
οι λέξεις ηττημένες
κρεμασμένες  απ’ τα χείλη   
μαρτυρικά αιμορραγούν
στην είσοδο του Άδη
όπως εκείνο το φεγγάρι
που κομματιάσαμε
λες κι ήταν η σάρκα μας…  

Ότι απέμεινε ...

Κάτω από το φως μιας σελήνης ενήλικης
παραληρείς σκλάβα μιας πραγματικότητας
γίνεσαι συρτή κραυγή μέσα στη νύχτα 
το χνώτο σου ξεγέλασμα αγριμιού
που θέλησες με μένος την καρδιά του     
ωμη να την κατασπαράξεις, ηδονικά
στα σωθικά φωλιάζοντας αγέννητων ποιητών 
λατρευτικός κυνόδοντας να ξεδιψάς
 από το αίμα των στίχων τους
μαινάδα εσύ
οργισμένο περίγραμμα γυναίκας.

Μα να που φτάνει το πλοιάριο του θεριστή
μέσα στις φλέβες σου καθώς ανθίζει η νύχτα
το χέρι απλώνεις αργά προς τον νεκροπομπό
αναπαράσταση ξεθωριασμένη αρχαίου αμφορέα
προσφέροντας αντί για νόμισμα
ολόκληρο το δίσκο της σελήνης.

Γεύση θανάτου τώρα, ότι απέμεινε στο στόμα …

Εκρήξεις ενός υπερκαινοφανούς

Άστρο σκοτεινό
ονειροπόλος ήλιος που διαλύθηκε 
φλεγόμενος σιωπηλός  
υπερκαινοφανής αστέρας
παλλόμενος δημιουργείς μια δίνη
οδό στη Νέκυια
μ’ απανωτές εκρήξεις υστερίας καταρρέεις
διψάς για φως
μες στο σκοτάδι που απλώνεις
βάλθηκες να επιζήσεις
καταβροχθίζοντας ψυχές 
κι εκμυστηρεύσεις
που σφαδάζουνε ναυαγισμένες
μέσα στο σύμπαν μελανή οπή
απομεινάρια σάρκινα νεκρά
ουράνιων σωμάτων που λικνίζονται
στις μνήμες των ανθρώπων
αυτών που γεύτηκαν τις μεταμορφώσεις σου
αστέρι της καταστροφής.

Με μια κηλίδα μαύρη ταξιδεύω
στην καρδιά ηλιακή
σημάδι καταραμένο
θαρρείς από τη γενιά του Κάιν.

Αυτοσχέδια φεγγάρια

Θραύσματα οι σκέψεις
λίγα μα αιχμηρά, κόβουν απόψε
στα δυο ένα φεγγάρι, νόμισμα χρυσό.
Το ένα μισό, μεθυσμένο 
τυλίγεται στην υγρασία του καλοκαιριού
αναζητώντας τη θάλασσα
πίσω απ’ τους εξώστες τ΄ουρανού
στο τέλος μιας διαδρομής.
Το άλλο μισό ενέχυρο
για μια χούφτα δάκρια το δώσαμε
να πλημυρίσουμε την κατοικία του δαίμονα
κι αθόρυβα να τον εξορίσουμε
μέσα από μυστικά περάσματα
στις σκοτεινές συνοικίες
εκεί που ξεψυχούν τ΄αστέρια,
εκεί οπού γεννήθηκε
με ένα ποίημα αντίδωρο
καρφωμένο στην πλάτη
αντί για το μισό φεγγάρι
που βιαστικά το δώσαμε ενέχυρο.

Καταιγίδα μαινόμενη

Σύννεφα σπλάχνα τ’ ουρανού  
σκοτεινά κυνηγόσκυλα που αιμορραγούν 
προπομποί μιας οργισμένης καταιγίδας
σχηματίζουν φιγούρα ανθρώπινη
κι ύστερα αποδημούν σιωπηλά
θαρρείς πως δεν υπάρχουν.
Σύννεφα σπλάχνα τ’ ουρανού
μαστίγια του νου που αναπαράγονται
συσπάσεις μιας καταιγίδας επιληπτικής
που εγκυμονεί την αυτοκαταστροφή της
σ’ ένα πλακούντα όξινης βροχής
οργισμένο θηρίο που βρυχάσαι
εκκωφαντικές βροντές σιωπής
ξεριζώνουν σταγόνες ζηλότυπες
ριπές επερχόμενου κατακλυσμού
υποτελείς σ’ επιθυμίες
καταπίνουν αγγελικές φωνές
ελευθερώνουν υγρούς δαίμονες
μικρούς κυκλώνες μανιακούς
που πολιορκούν και κυκλώνουν μια ζωή.


Θέλησα να ’μερέψω εκείνα τα τρομαγμένα σύννεφα
Δικό μου γέννημα, που αρνούμαι ν’ αποδεχτώ…